φλεγμονή ή φλόγωση

φλεγμονή ή φλόγωση
(Ιατρ.). Τυπική τοπική αντίδραση του οργανισμού σ’ ένα ερέθισμα. Αίτια φ. μπορεί να είναι παθογόνοι μικροοργανισμοί, η ερεθιστική δράση των οποίων οφείλεται εν μέρει στις τοξίνες τους και εν μέρει στη φυσική τους παρουσία ως ξένο σώμα ή σε αίτια φυσικής και χημικής φύσης. Φ. προκαλούν οι τραυματισμοί, η θερμότητα, το ψύχος, τα ξένα σώματα, το φως, η ιονίζουσα ακτινοβολία, τα οξέα, τα αλκάλια, τα δηλητήρια κ.ά. Σε όλους τους παθογόνους αυτούς παράγοντες ο οργανισμός αντιδρά με μια διεργασία που ακολουθεί, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις, τις ίδιες πάντα εξελικτικές γραμμές· μέσα σε ορισμένα όρια, δηλαδή, η φλεγμονώδης διεργασία παραμένει ανεξάρτητη από την αιτία που την προκάλεσε. Ολόκληρη η φλογιστική αντίδραση φαίνεται ότι εκτελείται από τους μεσεγχυματικούς ιστούς· διακρίνονται αγγειακά και εξιδρωματικά φαινόμενα, φαινόμενα πολλαπλασιασμού κυττάρων, αλλοιώσεις των ιστών που επλήγησαν και διεργασίες σχηματισμού νέου ιστού. Οι τελευταίες επεμβαίνουν στη φάση αποκατάστασης για τον σχηματισμό του κοκκιώδους ιστού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φλεγμονή — η, ΝΑ νεοελλ. 1. ιατρ. τοπική αντίδραση τών ζωντανών ιστών και, ειδικά, τών αιμοφόρων αγγείων, τού περιεχομένου τους και τών συναφών ανατομικών στοιχείων σε μια βλάβη (α. «οξεία φλεγμονή» β. «χρόνια φλεγμονή») 2. φρ. «καταρροϊκή φλεγμονή» ιατρ.… …   Dictionary of Greek

  • φλόγωση — η / φλόγωσις, ώσεως, ΝΜΑ [φλογῶ / ώνω] νεοελλ. φλεγμονή, ερεθισμός, ξάναμμα μσν. αρχ. πυρπόληση, κάψιμο αρχ. έντονη θερμότητα, καύμα …   Dictionary of Greek

  • φλεγμονή — η (ιατρ.) 1. φλόγωση, ερεθισμός ιστού του σώματος εξαιτίας τραυματικής, χημικής ή μικροβιακής διαταραχής του οργανισμού, που εκδηλώνεται με τοπική θερμότητα, πόνο και κοκκινίλα, το φλόγισμα, η πύρα, η πυράδα, το ξάναμμα. 2. πρήξιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλόγωση — η 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φλογώνω (βλ. λ.). 2. φλεγμονή (βλ. λ.), φλόγισμα, ξάναμμα, κακοφόρμισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… …   Dictionary of Greek

  • εκφλόγωσις — ἐκφλόγωσις, η (AM) ανάφλεξη, εκπύρωση αρχ. 1. το αντίθετο προς τη λαβή άκρο τής δάδας, δηλ. αυτό που καίγεται 2. ιατρ. φλόγωση, φλεγμονή τού σώματος (ολόκληρου ή μέρους του) …   Dictionary of Greek

  • επιφλόγισμα — ἐπιφλόγισμα, τὸ (Α) 1. φλόγωση στην επιφάνεια τού δέρματος, φλεγμονή 2. στον πληθ. τὰ ἐπιφλεγόμενα χιονίστρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φλόγισμα (< φλογίζω < φλοξ < φλέγω)] …   Dictionary of Greek

  • παράκαυσις — αύσεως, ή, Α [παρακαίω] 1. η καύση ενός υλικού κοντά σε κάτι άλλο («ἔλαιον εἰς παράκαυσιν εἰς λύχνους κίκιος δύο κοτύλας», πάπ.) 2. ιατρ. καύση με καυτήρα 3. φλόγωση, φλεγμονή …   Dictionary of Greek

  • παρασυνάγχη — ἡ, Α φλόγωση, φλεγμονή. τών μυών τής μιας πλευράς τού λάρυγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + συνάγχη «συνάχι»] …   Dictionary of Greek

  • περίδρομος — (I) ο, ΝΜΑ στοά ή δίοδος γύρω από έναν χώρο ή γύρω από ένα οικοδόμημα («ἐποίησε ἐπὶ τῶν οἰκημάτων περιδρόμους καὶ ἐπάλξεις», Ξεν.) νεοελλ. 1. παρωνυχία, φλεγμονή τής δερματικής πτυχής που περιβάλλει το νύχι 2. ισχυρός σπασμωδικός πόνος τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”