φλεγμονή — η, ΝΑ νεοελλ. 1. ιατρ. τοπική αντίδραση τών ζωντανών ιστών και, ειδικά, τών αιμοφόρων αγγείων, τού περιεχομένου τους και τών συναφών ανατομικών στοιχείων σε μια βλάβη (α. «οξεία φλεγμονή» β. «χρόνια φλεγμονή») 2. φρ. «καταρροϊκή φλεγμονή» ιατρ.… … Dictionary of Greek
φλόγωση — η / φλόγωσις, ώσεως, ΝΜΑ [φλογῶ / ώνω] νεοελλ. φλεγμονή, ερεθισμός, ξάναμμα μσν. αρχ. πυρπόληση, κάψιμο αρχ. έντονη θερμότητα, καύμα … Dictionary of Greek
φλεγμονή — η (ιατρ.) 1. φλόγωση, ερεθισμός ιστού του σώματος εξαιτίας τραυματικής, χημικής ή μικροβιακής διαταραχής του οργανισμού, που εκδηλώνεται με τοπική θερμότητα, πόνο και κοκκινίλα, το φλόγισμα, η πύρα, η πυράδα, το ξάναμμα. 2. πρήξιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλόγωση — η 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φλογώνω (βλ. λ.). 2. φλεγμονή (βλ. λ.), φλόγισμα, ξάναμμα, κακοφόρμισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… … Dictionary of Greek
εκφλόγωσις — ἐκφλόγωσις, η (AM) ανάφλεξη, εκπύρωση αρχ. 1. το αντίθετο προς τη λαβή άκρο τής δάδας, δηλ. αυτό που καίγεται 2. ιατρ. φλόγωση, φλεγμονή τού σώματος (ολόκληρου ή μέρους του) … Dictionary of Greek
επιφλόγισμα — ἐπιφλόγισμα, τὸ (Α) 1. φλόγωση στην επιφάνεια τού δέρματος, φλεγμονή 2. στον πληθ. τὰ ἐπιφλεγόμενα χιονίστρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φλόγισμα (< φλογίζω < φλοξ < φλέγω)] … Dictionary of Greek
παράκαυσις — αύσεως, ή, Α [παρακαίω] 1. η καύση ενός υλικού κοντά σε κάτι άλλο («ἔλαιον εἰς παράκαυσιν εἰς λύχνους κίκιος δύο κοτύλας», πάπ.) 2. ιατρ. καύση με καυτήρα 3. φλόγωση, φλεγμονή … Dictionary of Greek
παρασυνάγχη — ἡ, Α φλόγωση, φλεγμονή. τών μυών τής μιας πλευράς τού λάρυγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + συνάγχη «συνάχι»] … Dictionary of Greek
περίδρομος — (I) ο, ΝΜΑ στοά ή δίοδος γύρω από έναν χώρο ή γύρω από ένα οικοδόμημα («ἐποίησε ἐπὶ τῶν οἰκημάτων περιδρόμους καὶ ἐπάλξεις», Ξεν.) νεοελλ. 1. παρωνυχία, φλεγμονή τής δερματικής πτυχής που περιβάλλει το νύχι 2. ισχυρός σπασμωδικός πόνος τού… … Dictionary of Greek